βάτσινο

βάτσινο
το см. βατόμουρο 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βάτσινο" в других словарях:

  • βάτσινο — το (Μ βάτσινον) βλ. βάτινος …   Dictionary of Greek

  • βάτσινο — το βλ. βατόμουρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάτινος — και βάτσινος και βάτικος, η, ο Ι. (για δέντρο και θάμνους) αυτός που παράγει καρπούς όμοιους με του βάτου ΙΙ. το ουδ. ως ουσ. βάτσινο, το (Α βάτινον) ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάτος(Ι). Ο τ. βάτσινος αντί βάτινος με τροπή… …   Dictionary of Greek

  • βατσινιά — (I) η [βάτσινο] 1. ο βάτος 2. ο βατιώνας 3. το δέντρο συκομορέα, συκαμνιά. (II) η [βατσίνα] η ουλή από τη βατσίνα …   Dictionary of Greek

  • Ζελέ, Κλοντ Λορέν — (Claude Lorrain Gellée, Σαμάν 1600 – Ρώμη 1682). Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους τοπιογράφους. Έζησε έως το τέλος της ζωής του στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί από τη νεανική του ηλικία. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Αγκοστίνο Τάσι …   Dictionary of Greek

  • βατόμουρο — το ο καρπός του βάτου, το βάτσινο, το σμέουρο: Πρώτη φορά στη ζωή μου έφαγα πίτα από βατόμουρα και ήταν εξαιρετική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»